- μονο-φανής
μονο-φανής, ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-φανής, ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορφοφανής — μορφοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονο φανής] … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ξενοφανής — I (β’ μισό 6ου αι. π.Χ. – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ποιητής και φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Φεύγοντας από την πατρίδα του μετά την περσική κατάκτηση, ταξίδεψε πολύ ασκώντας το επάγγελμα του ραψωδού και εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek