- παρ-εγ-κρᾱνίς
παρ-εγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, = παρεγκεφαλίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, = παρεγκεφαλίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρακρανίς — ίδος, ἡ, Α η παρεγκεφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγ κρανίς] … Dictionary of Greek