- μονο-τράπεζος
μονο-τράπεζος, allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-τράπεζος, allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek