- μονο-σῑτία
μονο-σῑτία, ἡ, das nur einmal des Tages Essen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-σῑτία, ἡ, das nur einmal des Tages Essen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek