- μονο-σήμαντος
μονο-σήμαντος, Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-σήμαντος, Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσήμαντος — εὐσήμαντος, ον (Α) 1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα 2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, μονο σήμαντος] … Dictionary of Greek
πολυσήμαντος — η, ο / πολυσήμαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη») νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος αρχ. φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μονοσήμαντος — η, ο (ΑΜ μονοσήμαντος, ον) (για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη νεοελλ. (για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek