- μονο-πέδῑλος
μονο-πέδῑλος, mit einem Schuh, Schol. Lyc. 1310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-πέδῑλος, mit einem Schuh, Schol. Lyc. 1310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτηνοπέδιλος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που φορεί φτερωτά πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος, χρυσο πέδιλος)] … Dictionary of Greek
οιοπέδιλος — οἰοπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος)] … Dictionary of Greek