μονο-πάθεια

μονο-πάθεια

μονο-πάθεια, , das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Theiles allein, τῶν ὀφϑαλμῶν, sp. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκροπάθεια — η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία) νεοελλ. παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών τού σώματος αρχ. η νέκρωση τών παθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλο πάθεια …   Dictionary of Greek

  • μονοπάθεια — μονοπάθεια, ἡ (Α) ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. δισκο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”