- μονο-πύργιον
μονο-πύργιον, τό, festes Schloß mit einem Thurme, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-πύργιον, τό, festes Schloß mit einem Thurme, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοπύργιον — μονοπύργιον, τὸ (Μ) τείχος ή φρούριο με έναν μόνο πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] … Dictionary of Greek