- βομβητής
βομβητής, ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βομβητής, ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βομβητής — ο (Α βομβητής) [βομβώ] νεοελλ. 1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας 2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα αρχ. αυτός που παράγει βόμβο … Dictionary of Greek
βομβητής — ο συσκευή που χρησιμοποιείται στους ασυρμάτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βομβητῇ — βομβητής buzzing masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
βομβητικός — βομβητικός, ή, όν (Μ) [βομβητής] ο βομβικός … Dictionary of Greek