μηδαμοῦ

μηδαμοῦ

μηδαμοῦ, correl. zu ποῦ, nirgendswo; μητρὸς μηδαμοῠ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594, vgl. 401; Soph. Ai. 986; εἰ μηδαμοῦ γέ ἐστι τῶν ὄντων, nirgends auf der Welt, Plat. Parm. 162 c; mit ἄλλοϑι, Phil. 68 a; gew. mit anderen Negationen gehäuft, νοῠν μηδενὶ περὶ μηδενὸς εἶναι μηδαμοῦ, Soph. 249 b, μηδεὶς μηδέποτε ἐάσῃ μηδαμοῦ ϑηρεῦσαι, Legg. VII, 824 a; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηδαμού — (Α μηδαμοῡ και μηθαμοῡ) επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῡ ξυμμαχεῑ», Θουκ.) αρχ. (τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ουδαμ ού)] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμοῦ — μηδαμός not even one masc/neut gen sg μηδαμοῦ nowhere indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въмѣстимыи — (4*) прич. страд. наст. 1. Способный, могущий вместить, поместить внутри себя: [о городе] на многомъ събьраниѥ ѹдобь въмѣстимѹ сѹщѹ. тѹ ѹбо [старец] дрѹгыихъ ѹченикъ приимаѥть съшьдъша. (εὐχώρητον) ЖФСт XII, 143 об. 2. Способный, могущий… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • никогдаже — (86) нар. отриц. Никогда: и печѧльна не прѣзьрѣхъ никъгдаже. Изб 1076, 109 об.; да нѣ изнесѣтьсѧ [крест] из манастырѧ. никогдаже. ˫ако ни продати. ни ѿдатi. Надп 1161; такови ѹбо сѹще да никъгдаже вамъ покоримъс˫а. (оὐκ ἄν πоτε) ЖФСт ХII, 92; о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» …   Dictionary of Greek

  • μηδαμινός — ή, ό (Μ μηδαμινός, ή, όν) ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. ινός (πρβλ. παντοτ ινός] …   Dictionary of Greek

  • μηδεαμού — μηδεαμοῡ (Α) επίρρ. βλ. μηδαμού …   Dictionary of Greek

  • μηθαμού — μηθαμοῡ (Α) επίρρ. βλ. μηδαμού …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”