μοναδιστί, in Einheiten, Nicom. ar. 2, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναδιστί — (Α) επίρρ. 1. κατά μονάδες 2. με μοναδικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ποδ ιστί)] … Dictionary of Greek
μοναδιστί — in units indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)