- μηδ-αμός
μηδ-αμός, ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηδ-αμός, ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
ουδαμός — οὐδαμός, ή, όν (Α) ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.). επίρρ... ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς) κατ ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς… … Dictionary of Greek