βλαβερός

βλαβερός

βλαβερός, schädlich, verderblich, Hes. O. 365; τινί, oft bei Plat. u. Folgdn; πρὸς οὐσίαν Phaedr. 241 c. Ggstz ὠφέλιμος Men. 88 c; συμφέρον Arist. rhet. 1, 3. – Adv. βλαβερῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαβερός — harmful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… …   Dictionary of Greek

  • βλαβερός — ή, ό αυτός που προκαλεί βλάβη, ο επιζήμιος, ο επιβλαβής: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος είναι πλέον γνωστές σε όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαβερά — βλαβερός harmful neut nom/voc/acc pl βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc/acc dual βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερώτερον — βλαβερός harmful adverbial comp βλαβερός harmful masc acc comp sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερωτάτων — βλαβερός harmful fem gen superl pl βλαβερός harmful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερῶν — βλαβερός harmful fem gen pl βλαβερός harmful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερόν — βλαβερός harmful masc acc sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερώτατα — βλαβερός harmful adverbial superl βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβερώτατον — βλαβερός harmful masc acc superl sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”