- νομισματο-πωλικός
νομισματο-πωλικός, ή, όν, zum Geschäft des Geldwechslers gehörig, ἡ νομισματοπωλική, sc. τέχνη, Plat. Soph. 223 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομισματο-πωλικός, ή, όν, zum Geschäft des Geldwechslers gehörig, ἡ νομισματοπωλική, sc. τέχνη, Plat. Soph. 223 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.