- βλαισότης
βλαισότης, ἡ, die Krümmung nach außen, von Füßen, Arist. Probl. 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλαισότης, ἡ, die Krümmung nach außen, von Füßen, Arist. Probl. 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλαισότης — crookedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαισότητος — βλαισότης crookedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαισότητα — η (Α βλαισότης) [βλαισός] η ιδιότητα του βλαισού αρχ. (για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά … Dictionary of Greek