- παρ-εκ-τανύω
παρ-εκ-τανύω, = παρεκτείνω; Iren. 3 (V, 251); κενεὴ δὲ παρεκτετάνυστο φαρέτρη, Qu. Sm. 3, 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εκ-τανύω, = παρεκτείνω; Iren. 3 (V, 251); κενεὴ δὲ παρεκτετάνυστο φαρέτρη, Qu. Sm. 3, 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρατανύω — Α εκτείνω, ξαπλώνω κάτι κοντά ή κατά μήκος ή μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι, παραθέτω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τανύω «τεντώνω»] … Dictionary of Greek
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek