- μοναχόθεν
μοναχόθεν, von Einer Seite her, Suid., Ggstz von πανταχόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναχόθεν, von Einer Seite her, Suid., Ggstz von πανταχόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναχόθεν — (Α) επίρρ. από μία μόνο πλευρά, από ένα μόνο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + επιρρμ. κατάλ. όθεν (πρβλ. πανταχ όθεν)] … Dictionary of Greek
μοναχόθεν — from one side only indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαχόθεν — ὀλιγαχόθεν (Α) επίρρ. από λίγους τόπους, από λίγα μέρη («ἀπὸ τῆς τε Ἀσίης καὶ τῆς Λιβύης ὀλιγαχόθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος + ουρανικό πρόσφυμα με αχ (πρβλ. αλλαχόθεν, μοναχόθεν) + επιρρμ. κατάλ. θεν) … Dictionary of Greek