μοναστηριακός

μοναστηριακός

μοναστηριακός, klösterlich, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοναστηριακός — ή, ο (Μ μοναστηριακός, ή, όν) [μοναστήρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια 2. μοναστηρήσιος 3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο» εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μοναστηριακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μοναστήρι: Μοναστηριακά κειμήλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναστηρήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι») 2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.) 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιακός — ή, ό επίρρ. ά μοναστηριακός, καλογερικός: Έχουν κοινοβιακή ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναστηρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από μοναστήρι, ο μοναστηριακός: Μοναστηρίσιο κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”