- μον-αρχικός
μον-αρχικός, ή, όν, zur Alleinherrschaft gehörig, monarchisch; πολιτεία, Plat. Legg. VI, 756 a; τὸ μοναρχικόν, die monarchische Herrschaft, ib. III, 693 e; ἐξουσίαν ἐλάμβανε μοναρχικωτέραν, Pol. 10, 26, 2, d. i. unumschränktere Gewalt; Plut. Num. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.