- μηκηθμός
μηκηθμός, ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκηθμός, ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκηθμός — μηκηθμός, ὁ (Α) η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ ῶμαι + επίθημα ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός)] … Dictionary of Greek
μηκηθμοῖσι — μηκηθμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκηθμῷ — μηκηθμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek