μηκητικός, wer meckern oder blöken kann, Schol. ll. 10, 383. 23, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκητικός — μηκητικός, ή, όν (Α) [μηκώμαι] αυτός που μπορεί να μηκάται ή έχει την ιδιότητα να μηκάται … Dictionary of Greek
μηκητικαί — μηκητικός bleating fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)