- βοιδάριον
βοιδάριον, τό, dim. von βοῦς, Ar. Av. 585.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοιδάριον, τό, dim. von βοῦς, Ar. Av. 585.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοϊδάριον — και βοΐδιον, το (Α) μικρό βόδι, μοσχαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικά του βους] … Dictionary of Greek
βοιδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδαρίω — βοιδάριον neut nom/voc/acc dual βοιδάριον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδαρίων — βοιδάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek