- μογις-αψ-έδαφος
μογις-αψ-έδαφος, kaum den Boden berührend (ἅπτω), Luc. Tragodop. 200.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μογις-αψ-έδαφος, kaum den Boden berührend (ἅπτω), Luc. Tragodop. 200.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μογισαψεδάφα — μογισαψεδάφα, ἡ (Α) ως επίθ. (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που μόλις αγγίζει το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγις «μόλις, μετά βίας» + θ. αψ τού ἅπτομαι + ἔδαφος] … Dictionary of Greek