- μηκωνίτης
μηκωνίτης, ὁ, mohnähnlich, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκωνίτης, ὁ, mohnähnlich, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκωνίτης — μηκωνίτης, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης, φυλλ ίτης)] … Dictionary of Greek