- μηκωνικός
μηκωνικός, zum Mohn gehörig, σπερμάτια μηκωνικά, mohnähnlicher Saamen, Theophr. bei Ath. II, 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκωνικός, zum Mohn gehörig, σπερμάτια μηκωνικά, mohnähnlicher Saamen, Theophr. bei Ath. II, 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηκωνικός — ή, ό (Α μηκωνικός, ή, όν) [μήκων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήκωνα ή αυτός που μοιάζει με τη μήκωνα … Dictionary of Greek
μηκωνάριος — μηκωνάριος, ία, ον (Α) [μήκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό μήκων, μηκωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκωνάριον (υποκορ. τού μήκων) μικρή παπαρούνα … Dictionary of Greek