- μοιχίς
μοιχίς, ίδος, ἡ, = μοιχάς, erst spätes Wort, vgl. Lob. zu Phryn. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιχίς, ίδος, ἡ, = μοιχάς, erst spätes Wort, vgl. Lob. zu Phryn. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιχίς — μοιχίς, ίδος, ἡ (Α) [μοιχός] (σπάν. θηλ. τού μοιχός) μοιχαλίδα … Dictionary of Greek
μοιχίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek