- μοιχο-κτόνος
μοιχο-κτόνος, den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιχο-κτόνος, den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιχοκτόνος — μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek