μοιχαλίς

μοιχαλίς

μοιχαλίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Sp., wie N. T.; nach Arcad. 31 μοιχαλλίς, vgl. Lob. zu Phryn. 452.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοιχαλίς — μοιχαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μοιχαλίδα …   Dictionary of Greek

  • μοιχαλίς — unfaithful to God fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδα — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδας — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδες — μοιχαλίς unfaithful to God fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδι — μοιχαλίς unfaithful to God fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδος — μοιχαλίς unfaithful to God fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδων — μοιχαλίς unfaithful to God fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίν — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίσι — μοιχαλίς unfaithful to God fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”