μοιχεύτρια

μοιχεύτρια

μοιχεύτρια, , fem. zu μοιχευτήρ, Ehebrecherinn; Plat. Conv. 191 e; oft Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοιχεύτρια — μοιχεύτρια, ἡ (ΑΜ) βλ. μοιχευτής …   Dictionary of Greek

  • μοιχεύτρια — adulteress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχευτρίας — μοιχευτρίᾱς , μοιχεύτρια adulteress fem acc pl μοιχευτρίᾱς , μοιχεύτρια adulteress fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχευτριῶν — μοιχεύτρια adulteress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχεύτριαι — μοιχεύτρια adulteress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχεύτριαν — μοιχεύτρια adulteress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλεύτρια — μοιχαλεύτρια, ἡ (Μ) 1. μοιχαλίδα 2. υβριστ. ανήθικη, διεφθαρμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. μοιχεύτρια και μοιχαλίς] …   Dictionary of Greek

  • μοιχευτής — μοιχευτής, ὁ θηλ. μοιχεύτρια (ΑΜ) [μοιχεύω] μοιχός μσν. το θηλ. 1. μοιχαλίδα 2. ανήθικη, διεφθαρμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”