μηκυντικός

μηκυντικός

μηκυντικός, gern verlängernd, Ap. Dysc. de adv. 577, 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηκυντικός — μηκυντικός, ή, όν (Α) [μηκύνω] 1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.) 2. (για τα φωνήεντα η και ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης… …   Dictionary of Greek

  • μηκυντικοί — μηκυντικός fit for lengthening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”