νηκτικός

νηκτικός

νηκτικός, zum Schwimmen gehörig, geschickt, S. Emp. adv. math. 9, 171.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νηκτικός — able to swim masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό 1. αυτός που κολυμπά, που είναι κατάλληλος για κολύμπι: Τα νηκτικά πουλιά έχουν ανάμεσα στα δάχτυλα μεμβράνες. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νηκτικά τάξη πουλιών που μπορούν να κολυμπούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηκτικά — νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc pl νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc/acc dual νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικόν — νηκτικός able to swim masc acc sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικώτατα — νηκτικός able to swim adverbial superl νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικώτατον — νηκτικός able to swim masc acc superl sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικούς — νηκτικός able to swim masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικῆς — νηκτικός able to swim fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικῇ — νηκτικός able to swim fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτική — νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”