- μοιράδιος
μοιράδιος, v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιράδιος, v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιράδιος — μοιράδιος, ον, θηλ. και α (Α) [μοίρα] μοιρίδιος* … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek