- μοιρη-γενής
μοιρη-γενής, ές, zum Glück geboren, von der Parce bei der Geburt begünstigt, Glückskind, ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον, Il. 3, 182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιρη-γενής, ές, zum Glück geboren, von der Parce bei der Geburt begünstigt, Glückskind, ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον, Il. 3, 182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιηγενής — μελιηγενής, ές (Α) αυτός που βλάστησε από το δέντρο μελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίᾱ «φλαμουριά» + γενής (< γένος), πρβλ. μοιρη γενής, πετρη γενής] … Dictionary of Greek