μοιριαῖος

μοιριαῖος

μοιριαῖος, einen Grad betragend, διάστημα, Ptol.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοιριαίος — μοιριαῑος, αία, ον (Α) [μοίρα] αυτός που περιέχει μία μοίρα, που έχει διάστημα μιας μοίρας …   Dictionary of Greek

  • μοιριαίων — μοιριαῖος amounting to a degree fem gen pl μοιριαῖος amounting to a degree masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιριαίου — μοιριαῖος amounting to a degree masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιριαίας — μοιριαίᾱς , μοιριαῖος amounting to a degree fem acc pl μοιριαίᾱς , μοιριαῖος amounting to a degree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μονομοιριαίος — μονομοιριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μετρηθεί ή βαθμολογηθεί με απλές, δηλ. μονές, ακέραιες μοίρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μοιριαῖος (< μοῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • πενταμοιριαίος — αία, ον, Α αυτός που αποτελείται από πέντε μοίρες ή αυτός που περιλαμβάνει πέντε μοίρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μοιριαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • μοιριαίαν — μοιριαίᾱν , μοιριαῖος amounting to a degree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”