- νοερωτός
νοερωτός, = νοερός, Timon bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοερωτός, = νοερός, Timon bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοερωτός — νοερωτός, ή, όν (Α) [νοερός] νοερός … Dictionary of Greek