μηνύτωρ

μηνύτωρ

μηνύτωρ, ορος, ὁ, poet. = μηνυτήρ, Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μᾱνύτορα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηνύτωρ — και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ) αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης νεοελλ. φρ. «μηνύτορας RNΑ» βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ Ελληνικός — Τρεις γαλλόφωνες ελληνικές εφημερίδες (Moniteur Grec) με έδρα την Αθήνα. Η πρώτη, εβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1832 έως τον Ιανουάριο του 1833. Η δεύτερη, τρισεβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από το 1844 έως το 1848. Η τρίτη, εβδομαδιαία,… …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ του Αίμου — Ελληνική εφημερίδα της Φιλιππούπολης της Βουλγαρίας. Ιδρύθηκε το 1895 από τον Γ. Σκαναβή. Κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ των Αθηνών — Τίτλος δύο αθηναϊκών εφημερίδων. Ιδρύθηκαν η πρώτη το 1877 και η δεύτερη το 1914 …   Dictionary of Greek

  • Φιλολογικός Μηνύτωρ — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό (1906 08) με έδρα την Αλεξάνδρεια. Εκδότης του ήταν ο Σωτ. Σκληρός. Σε μερικά τεύχη του αναφέρεται ως έδρα του το Κάιρο …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • Ζιραρντέν, Εμίλ ντε- — (Émile de Girardin, 1806 – 1881). Γάλλος δημοσιογράφος και πολιτικός. Διηύθυνε την έκδοση των περιοδικών Μόδα, Εφημερίδα των ωφέλιμων γνώσεων και Φιλολογικό πάνθεον και ίδρυσε το 1836 την εφημερίδα Ο Τύπος, η οποία, χάρη στη χαμηλή τιμή της,… …   Dictionary of Greek

  • μηνύτορας — μηνύ̱τορας , μηνύτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”