μονόθεν

μονόθεν

μονόθεν, allein, einzig, Schol. Arat. Phaen. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόθεν — και ιων. τ. μουνόθεν (Α) επίρρ. 1. από ένα μέρος 2. από τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μακρό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • μονόθεν — alone indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνόθεν — μονόθεν alone ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”