μονό-θυρος

μονό-θυρος

μονό-θυρος, mit einer Thür, Oeffnung, ὄστρεον, mit einer Schaale, Arist. H. A. 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόθυρος — η, ο (Α μονόθυρος, ον) 1. αυτός που έχει μία πόρτα («μονόθυρη αίθουσα») 2. (για πόρτα) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο 3. (για μαλάκιο) αυτό που έχει μόνο μία θυρίδα αρχ. (για σπήλαιο) αυτός που έχει μία είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυρος (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”