- μονό-ξοος
μονό-ξοος, einfach gespalten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-ξοος, einfach gespalten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάξοος — λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λά ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί ξοος, μονό ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.] … Dictionary of Greek
τετράξοος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις εντομές, ο σχισμένος στα τέσσερα («ἐλάται καὶ πεῡκαι τετράξοοι» έλατα και πεύκα τών οποίων το ξύλο πρέπει να σχιστεί τέσσερεις φορές για να είναι δυνατή η κατεργασία τους, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ξοος… … Dictionary of Greek
μονόξοος — μονόξοος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek