μον-όμματος

μον-όμματος

μον-όμματος, einäugig; Aesch. frg. 188; Cratin. b. Phryn. p. 138; Alc. 15 (XI, 12).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερακόμματος — ἱερακόμματος, ον (Μ) αυτός που έχει μάτια γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + όμματος < όμμα (πρβλ. δυσ όμματος, μον όμματος)] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόμματος — ον, Μ αυτός που βλέπει λοξά, ο αλλήθωρος («στραβός καὶ πλαγιόμματος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. μον όμματος, πολυ όμματος) …   Dictionary of Greek

  • τετρόμματος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα μάτια 2. φρ. «τετρόμματος ἀριθμός» η τετράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. μον όμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”