μονό-γληνος

μονό-γληνος

μονό-γληνος, mit einem Augenstern, einäugig, Sp.; p. μουνόγληνος, der Kyklop, Callim. Dian. 53, wie Antp. Sid. 51 (VII, 748).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόγληνος — θεόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γληνός (< γλήνη «οφθαλμός»), πρβλ. ιό γληνος, μονό γληνος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • μονόγληνος — και επικ. τ. μουνόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. μελίγληνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”