- μονό-κωπος
μονό-κωπος, allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-κωπος, allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκωπος — η, ο / πολύκωπος, ον, ΝΑ (για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό κωπος] … Dictionary of Greek
μονόκωπος — η, ο (Α μονόκωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο κουπί νεοελλ. (για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό κωπος] … Dictionary of Greek