μονό-ξυλος

μονό-ξυλος

μονό-ξυλος, nur aus Holz gemacht, aus bloßem Holze gemacht; Plat. Legg. XII, 958 a; πλοῖα, Xen. An. 5, 4, 11; Arr. An. 1, 3, 7, aus einem Holz od. Stamm gemacht; auch τὸ μονόξυλον allein, Pol. 3, 42, 2; τράπεζαι, Strab. XVII, 826; πύλη, Luc. V. H. 2, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύξυλος — ον, ΜΑ πολύ ξυλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξυλος (< ξύλον), πρβλ. μονό ξυλος, ολιγό ξυλος] …   Dictionary of Greek

  • τρίξυλος — ον, Α (για δέσμη) αυτός που περιλαμβάνει τρία ξύλα, δηλαδή πριονισμένα δοκάρια μήκους τριών πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι + ξύλος (<ξύλον), πρβλ. μονό ξυλος] …   Dictionary of Greek

  • μονόξυλος — η, ο (ΑΜ μονόξυλος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν) τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”