- μονό-χηλος
μονό-χηλος, einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-χηλος, einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόχηλος — ἑτερόχηλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετικές, ανόμοιες χηλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χηλος (< χηλή), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] … Dictionary of Greek
μακρόχηλος — μακρόχηλος, ον (Α) (για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] … Dictionary of Greek
μονόχηλος — η, ο (Α μονόχηλος, ον δωρ. μονόχαλος) (για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος, πολύ χηλος] … Dictionary of Greek