μονό-φωνος

μονό-φωνος

μονό-φωνος, oinstimmig, eintönig, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόφωνος — η, ο (Α μονόφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια αρχ. (για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο …   Dictionary of Greek

  • ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • μονοφωνικός — ή, ό 1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία 2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί… …   Dictionary of Greek

  • ορθοφωνία — η 1. η ορθή και ευκρινής προφορά τών λέξεων 2. μέθοδος με την οποία διορθώνονται τα φωνητικά ελαττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. μονο φωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”