- μονό-φρων
μονό-φρων, ον, seine eigenen Gedanken, Meinungen habend, δίχα δ' ἄλλων μον. εἰμί, Aesch. Ag. 735.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-φρων, ον, seine eigenen Gedanken, Meinungen habend, δίχα δ' ἄλλων μον. εἰμί, Aesch. Ag. 735.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] … Dictionary of Greek
σαρκόφρων — ον, Μ αυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το σώμα, την υλική του υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ανδρό φρων] … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
γαστρόφρων — ο, η (Μ) αυτός που σκέφτεται μόνο την κοιλιά του, ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + φρων < φρην] … Dictionary of Greek
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek