- μονό-τεκνος
μονό-τεκνος, mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-τεκνος, mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek