μον-όστεος

μον-όστεος

μον-όστεος, aus einem Knochen bestehend, Arist. H, A. 3, 7 part. an. 4, 10 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυόστεος — ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά 2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον η επάνω επιφάνεια τού ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όστεος (< ὀστοῦν / …   Dictionary of Greek

  • μονόστεος — η, ο (Α μονόστεος, ον και μονόοτους, ουν) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ όστεος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”