- μονό-στροφος
μονό-στροφος, aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-στροφος, aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… … Dictionary of Greek
μονόστροφος — η, ο (ΑΜ μονόστροφος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή αρχ. 1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση 2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. επίρρ... μονοστρόφως (ΑΜ) με μία στροφή, σε μία στροφή … Dictionary of Greek