μονό-πελμος

μονό-πελμος

μονό-πελμος, einsöhlig, B. A. 425; συγχίς, Phani. 2 (VI, 294).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόπελμος — λειόπελμος, ον (Μ) αυτός που έχει λεία πέλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ πελμος, μονό πελμος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπελμος — μονόπελμος, ον (Α) (για υποδήματα) αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ πελμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”